|
Ομιλία Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος
κ.κ. Χριστοδούλου
με θέμα:
«Εκκλησία, Πολιτεία, Εκπαιδευτικοί: η πρόκληση και η πρόσκληση για κοινή πορεία»
( 30 Ιανοαρίου 2003 )
Εισαγωγικός χαιρετισμός
Επιτρέψτε μου πρώτ’ απ’ όλα να εκφράσω τη χαρά μου διότι είμαι και σήμερα, εορτή των τριών Ιεραρχών της Παιδείας, μαζί με τον αγαπητό μου και άξιο κάθε τιμής εκπαιδευτικό κόσμο. Ιδιαίτερα θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου εις Κύριον, διότι μου επιτρέπει να έχω αυτές τις πολύτιμες συναντήσεις μαζί σας στο πλαίσιο της διακονίας μου, «ίνα μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις το στηριχθήναι υμάς, τούτο δε εστιν συμπαρακληθήναι εν υμίν».
Η σημασία του διαλόγου Εκκλησίας και διδασκάλων
Από τις αρχές της διακονίας μου ως Μητροπολίτης Δημητριάδος μοιραζόμουν ιδέες και ανησυχίες με εκπαιδευτικούς και λογίους, και μπορώ να πω ότι η συνεργασία μου μαζί σας υπήρξε για μένα πηγή έμπνευσης και ευθύνης. Στην εποχή μας αναπτύσσεται μια τάση υποτίμησης της σημασίας και αξίας του δασκάλου, τάση που δεν πληγώνει μόνο το κύρος του εκπαιδευτικού, αλλά καταστρέφει τον λόγον και τις προϋποθέσεις της παιδείας.
Είναι ανάγκη να αντισταθούμε σε αυτή την πνευματική κατολίσθηση, δίνοντας στους εκπαιδευτικούς την αξία και το κύρος που τους ανήκει. Δεν τους κάνουμε δώρο προσέχοντας και τιμώντας τους. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι κοινωνία που δεν τιμά τον δάσκαλο, προσκυνάει τις φυλακές. Από την πλευρά της, η διοικούσα Εκκλησία μεριμνώσα για τις ανάγκες του ποιμνίου, για την ψυχή του και τη ζωή του, βλέπει στον δάσκαλο βοηθό πολύτιμο, εργάτη αφοσιωμένο στην κοινωνία. Τον διδάσκαλον θέλουν οι Πατέρες της Εκκλησίας γνώστην της ψυχολογίας του μαθητού, αμνησίκακον, ακενόδοξον, τον εαυτό του παρέχοντα υπόδειγμα. Και ακόμη, πρέπει ο διδάσκαλος να αγαπά τους μαθητές του: «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι», γράφει ο Μέγας Βασίλειος . Ακριβώς γι αυτό, ο διάλογος της Εκκλησίας με τον εκπαιδευτικό κόσμο, αλλά και όλους τους δημιουργούς πολιτισμού, είναι κυριολεκτικά ζωτικός για το μέλλον της κοινωνίας μας και για την προσφορά μας στον νέο άνθρωπο: διότι «Εκκλησία ουδέν έτερον εστι, αλλ’ η δια των ημετέρων ψυχών ωκοδομημένη οικία».
Ανακοίνωση πρωτοβουλίας για θεσμικό πλαίσιο διαλόγου
Στο σημείο αυτό θέλω να εκφράσω τη λύπη μου, διότι ο διάλογος αυτός αν και αναγκαίος είναι περιορισμένος, αφού γίνεται μόνο στα πλαίσια εορτών και κάποιων συνεδρίων. Εξ άλλου, σπανίως μετέχουν άλλες ειδικότητες πλήν θεολόγων. Παραμένουμε δηλαδή σε ένα επίπεδο που θα το έλεγα συντεχνιακό, αφού ο κάθε κλάδος συνήθως έχει τα δικά του συνέδρια και δεν βλέπω να υπάρχει ιδιαίτερη φροντίδα για την συμμετοχή όλων των δημιουργών πολιτισμού. Παρατηρώ με θλίψη την έλλειψη συμμετοχής στον διάλογο για την παιδεία, των ιστορικών του μεσαιωνικού και του νεωτέρου Ελληνισμού, των φιλολόγων, των φιλοσόφων και των ιστορικών της τέχνης. Ακόμη πιό σπάνια βλέπω να συμμετέχουν στον διάλογο οι άνθρωποι της τέχνης, αν και η συμβολή τους στη διαμόρφωση του κόσμου μας είναι καθοριστική.
Με τις επισημάνσεις αυτές, δεν θέλω να ρίξω ευθύνες στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών. Πιστεύω όμως ότι η Εκκλησία μπορεί να διαδηλώσει την επιθυμία της για τη θέσπιση ενός διαρκούς διαλόγου με τους εκπαιδευτικούς, ως προϋπόθεση για την οριοθέτηση των κανόνων που πρέπει να διέπει την εκπαίδευσή μας.
Η σχέση Εκκλησίας, πολιτείας και εκπαιδευτικών
Ο διάλογος για τον οποίον ομιλώ θα είναι μία αποκατάσταση της κοινότητάς μας. Δεν πρόκειται να καθήσουν στο τραπέζι τρείς ξεχωριστοί παράγοντες, περιχαρακωμένοι στον εαυτό τους και υπερασπίζοντας ο καθένας τη θέση και τα δικαιώματά του. Αναφέρομαι σε ένα διάλογο που θα μας διανοίξει στο πραγματικό. Η Εκκλησία δεν είναι κάτι ξένο και διαφορετικό από εμάς όλους. «Η Εκκλησία είναι μάλλον η πραγματικότης την οποίαν ζώμεν, παρά αντικείμενον το οποίον αναλύομεν και σπουδάζομεν» .
Η τραυματισμένη σχέση Εκκλησίας, πολιτείας και παιδείας
Έργο λοιπόν του διαλόγου είναι όχι η εύρεση κάποιου τρόπου υπέρβασης διαφορών, αλλά η αποκατάσταση της τραυματισμένης σχέσης μας. Τραύμα είναι το να βλέπουμε την Εκκλησία ως μια οντότητα ξένη και εχθρική προς την πολιτεία. Θα έπρεπε να μας είναι ξένη η διχαστική αυτή αντίληψη. Ακριβώς όπως θα έπρεπε να μας είναι ξένη η αντίληψη κατά την οποία η παιδεία είναι υπόθεση περίπου συνδικαλιστική μιας ομάδος εκπαιδευτικών. Ο δάσκαλος δεν είναι απέναντί μας, ο δάσκαλος είναι ο παιδαγωγός μας.
Η αντικατάσταση της κοινωνίας από τον κορπορατισμό
Δεν κρίνω σκόπιμο να αναλύσω στη σημερινή μου ομιλία τί μας προκαλεί αυτά τα τραύματα, τι μας πείθει να τα θεωρούμε ως μέρη της ζωής μας, ενώ είναι η αντιστροφή της πραγματικότητας. Θέλω μόνο να τονίσω ότι αν δεν ανοίξουμε τα μάτια μας στο πραγματικό, θα έχουμε παγιδευθεί στην αντικατάσταση της κοινωνίας με μιαν ισορροπία συμφερόντων, στην αντικατάσταση της κοινωνίας από έναν κορπορατισμό (δηλαδή μια συντεχνιακή δομή) χωρίς τέλος και όρια.
Αυτή η πλάνη, που ανατρέπει την κοινωνία βάζοντας στη θέση της την συντεχνιακή ισορροπία, δημιούργησε τον μύθο που μας λέει πως η εκπαίδευση είναι χτισμένη πάνω στη σχέση Εκκλησίας και πολιτείας. Πρόκειται για μύθευμα, που καλόν είναι να διαψευσθεί κατηγορηματικά. Διότι ακόμα και μέσα στη λογική της ανατροπής της κοινωνικότητας από τον κατακερματισμό, παραμένει μύθος. Όπως γνωρίζετε, η Εκκλησία δεν έχει καμιάν απολύτως ανάμιξη στη ζωή των πανεπιστημιακών θεολογικών σχολών. Γνωρίζετε επίσης ότι δεν έχει ποτέ ερωτηθεί για τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος στους άλλους βαθμούς εκπαίδευσης, ούτε βέβαια επί της διδακτέας ύλης. Θα έπρεπε να υπάρχει σχέση Εκκλησίας, πολιτείας και εκπαίδευσης. Αλλά ο κυρίαρχος σήμερα κατακερματισμός, δεν επιτρέπει τέτοια δυνατότητα.
Το μάθημα των θρησκευτικών
Στην πραγματικότητα, η μόνη σχέση της πολιτείας με την Εκκλησία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι η διδασκαλία των θρησκευτικών. Και πάλι όμως δεν πρόκειται για συνεργασία Εκκλησίας-πολιτείας, αφού ούτε η ύλη του μαθήματος, ούτε η θέση του στο πρόγραμμα, ούτε οι προϋποθέσεις του διδάσκοντος καθορίζονται σε συνεργασία με την Εκκλησία. Υποτίθεται λοιπόν ότι η Εκκλησία θα πρέπει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς την πολιτεία, διότι αυτή καταδέχεται να διδάσκει την πίστη των Ελλήνων στα σχολεία, με ύλη, τρόπο, και διδάσκοντες που επιλέγει μόνον αυτή, ως η επί της διδαχής της πίστεως ανωτάτη αρχή! Ενώ αυτή η ευθύνη ανήκει πρωταρχικά στην Εκκλησία κατά φυσιολογικόν τρόπο.
Η ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους εχθρική προς την Ορθοδοξία
Άλλωστε, το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται περιθωριακά, αποκομμένο από την ύλη και την όλη παιδαγωγική αντίληψη, παρά τη σχετική συνταγματική πρόβλεψη. Η διδασκαλία του, δεν αποτελεί μέρος της αντίληψης της πολιτείας για το τί πρέπει να παρέχει η εκπαίδευση στον πολίτη. Η πολιτεία ακολουθεί από της συστάσεως του νεοελληνικού κράτους ήδη, πολιτική ανεκτικότητος έναντι της Ορθοδοξίας.
Απόδειξη, το γεγονός ότι στα χαρτονομίσματα, όπου αποτυπώνεται η πολιτειακή ιδεολογία πέρα από τις κομματικές αντιδικίες, από της ιδρύσεως του νέου κράτους έως της καταργήσεως του εθνικού νομίσματος υπάρχουν περίπου 40 απεικονίσεις μορφών του Δωδεκαθέου, και περισσότερες ακόμη απεικονίσεις αρχαίων ναών και γλυπτών. Αλλά δεν υπάρχει καμμία απολύτως εικόνα ή έστω κάποιο βυζαντινό ψηφιδωτό. Βρίσκουμε μόνον την απεικόνιση της Αγίας Σοφίας ΚΠόλεως και του ναού των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1920, για λόγους προφανείς. Επίσης, άλλες δυό εκκλησιές σε απεικονίσεις τουριστικών τόπων στη δεκαετία του 1950, όταν το κράτος προσπαθούσε να καλλιεργήσει τον εσωτερικό τουριμό.
Η αχρήστευση των φορέων αξιών
Εάν επρόκειτο να υπάρξει μία συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και πολιτείας, τότε θα έπρεπε να αρχίσουμε ab ovo, να δούμε ποιοί παράγοντες μετατρέπουν την κοινωνία σε κλειστούς κύβους και την κατακερματίζουν σε μικρά υποσύνολα. Και αμέσως μετά, να τεθούν εξ αρχής ερωτήματα όπως: ποιές αξίες θέλουμε να μεταδίδει η εκπαίδευση στους νέους, με ποιούς τρόπους θα μεταδίδονται, και πως θα μπορέσουμε να υπερασπίσουμε τις αξίες αυτές μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο επικοινωνίας των νέων. Διότι βεβαίως έχει περάσει πλέον ο καιρός που οι αξίες μεταδίδονταν κυρίως από την οικογένεια, τον δάσκαλο και τον παπά: σήμερα ότι και να χτίζεις εσύ έρχεται κατά κανόνα η τηλεόραση και οι διαφημίσεις να το ανατινάξουν. Σήμερα πλέον, και η οικογένεια ακόμη έχει υποστεί ακρωτηριασμούς, ζει μέσα στο κατακερματισμένο πλαίσιο που δεν της επιτρέπει να είναι το θεμέλιο του ψυχικού κόσμου των νέων. Στο σημερινό πλαίσιο όχι ζωής αλλά επιβίωσης, ο δάσκαλος καταργείται ως ο παιδαγωγός: ο ψυχικός κόσμος διαμορφώνεται από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, από την αχαλίνωτη προβολή των καταστροφικών προτύπων.
Πολιτεία χωρίς ξεκάθαρη αντίληψη και χωρίς πειθώ
Η ίδια η πολιτεία δεν πείθει ότι έχει μια συγκροτημένη αντίληψη για τον σκοπό της εκπαίδευσης. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι πάνω από 100 εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, ή έστω αποφασιστεί να γίνουν, μέσα στον 20ο αιώνα. Δεν μιλάμε πιά για μεταρρυθμίσεις. Θεωρείται αυτονόητο ότι ο κάθε καινούργιος υπουργός Παιδείας φιλοδοξεί να σφραγίσει τη διέλευσή του από το εθνικό αυτό πόστο με μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, διορθωτική της προηγουμένης. Άρα, ζητούμενο είναι κατά πόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός διαλόγου της πολιτείας με την Εκκλησία ή και με άλλους φορείς για τις αρχές και τους σκοπούς της παιδείας. Και δεν ξέρω πως θα πείθονταν οι πιθανοί συζητητές να καθίσουν να ασχοληθούν στα σοβαρά με έναν διάλογο, αφού θα έχουν ως δεδομένο ότι αρκεί ένας ανασχηματισμός ή μια πολιτική αλλαγή για να έλθουν όλα ανάποδα.
Δεν θα υπάρξει διάλογος των τριών
Μετά από όλα αυτά, δεν είναι ρεαλιστική η υπόθεση ότι θα υπάρξει κάποτε σοβαρός και υπεύθυνος διάλογος διάλογος με προοπτικές, όπου θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με σκοπό να βρουν τη χαμένη σχέση τους Εκκλησία, πολιτεία και εκπαιδευτικός κόσμος. Δεν αρκεί η συζήτηση πολιτείας με εκπαιδευτικούς με αντικείμενο τα εκάστοτε συνδικαλιστικά αιτήματά των. Απαιτείται διάλογος επί της ουσίας και των σκοπών της παιδείας. Αλλά διάλογος των τριών δεν πρόκειται να γίνει, δεδομένου ότι η πολιτεία θα καλλιεργεί την αντίληψη των κλειστών κύβων, ένας από τους οποίους θέλει να είναι η Εκκλησία.
Με ποιούς είναι δυνατός ο διάλογος
Εν τούτοις, ο διάλογος είναι δυνατός και αναγκαίος. Όχι με σκοπό να συναποφασίσουμε κάτι σχετικό με την παρεχόμενη εκπαίδευση. Ο διάλογος είναι δυνατός και απολύτως αναγκαίος μεταξύ των πραγματικών διαμορφωτών του πολιτισμού μας. Και σε αυτούς θα πρέπει να εντάξουμε πέραν από την Εκκλησία και τους εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδος, τους ανθρώπους των Γραμμάτων και τεχνών, όπως επίσης πολιτικούς ανεξαρτήτως κόμματος που συναισθάνονται τη σημασία της συμμετοχής τους, και ακόμη επιχειρηματίες που αποδεικνύουν ότι αντιλαμβάνονται την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεών των, προσωπικότητες του νομικού και του ιατρικού κόσμου, συνδικαλιστές, και βεβαίως ανθρώπους του τύπου και των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας. Πιστεύω ότι θα πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν επίσης ιερωμένοι άλλων Εκκλησιών και ομολογιών. Όποιος μένει κλειστός στον εαυτό του δεν διαλέγεται, παραληρεί.
Τί δεν πρέπει να είναι ο διάλογος
Ο διάλογος, για να αποδώσει καρπούς, θα πρέπει να έχει κάποιες γενικές παραδοχές. Πρώτ’ απ’ όλα θα πρέπει να έχει αντικείμενο. Η αρρώστεια που κάνει τον διάλογο άχρηστο, είναι η γενικολογία. Δεύτερον, δεν θα πρέπει να έχει ως θέμα το ποιός έχει ορθές απόψεις. Κανείς δεν διαλέγεται πράγματι εάν του αμφισβητούν τις πεποιθήσεις του. Τρίτον, ο διάλογος δεν θα πρέπει να έχει ως στόχο τη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής επάνω στο θέμα του. Κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε τον διάλογο σε πολιτική λέσχη. Τέταρτον, ο διάλογος δεν πρέπει να γίνεται σε βάσεις ανεδαφικές, που θα τον εξέτρεπαν σε καφενειακή κουβέντα, δεν πρέπει δηλαδή να οδηγείται σε απόρριψη της πραγματικότητας εισηγούμενος μιαν άλλη, ονειρώδη.
Ποιά τα θέματα του διαλόγου
Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή τα κεντρικά θέματα του διαλόγου είναι πρώτ΄ απ΄ όλα να υπερασπίσουμε την εκπαίδευση ως μόρφωση του ανθρώπου, κι όχι να την αφήσουμε να ξεπέσει σε προπαρασκευή επαγγέλματος. Μια εκπαίδευση που αδιαφορεί για την επιβίωση του μαθητή, που περιφρονεί την κοινωνική και οικονομική του προκοπή, είναι βαρύτατα ανάπηρη στη σύλληψή της. Αλλά μια υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της παραγωγής και της κατανάλωσης είναι απάνθρωπη μέθοδος παροχής πληροφοριών. Να προσθέσω ακόμη αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο: μια εκπαίδευση που αδιαφορεί για τον ηθικό προσανατολισμό του μαθητή και τον αφήνει έκθετο στην λαίλαπα του αμοραλισμού, είναι θανάσιμος κίνδυνος. Θα πρέπει λοιπόν να εργασθούμε για να βρούμε με ποιούς τρόπους μπορούμε να μορφώνουμε τον νέο, αληθώς να τον μορφώνουμε, δίνοντάς του εφόδια να σταθεί στα πόδια του ως ανθρώπινο όν με αξιοπρέπεια, αλλά και να προκόψει όταν βγεί από το σχολείο.
Μέγα θέμα διαλόγου θεωρώ τη διδασκαλία του νοήματος της ζωής. Νομίζω πως όλοι θα συμφωνούμε ότι ένα στοιχείο που τείνει να κυριαρχήσει, να καταστρέψει τους νέους ανθρώπους, και να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια της κοινωνικότητας, είναι η προπαγάνδα της απουσίας νοήματος της ζωής. Η νοηματοδοσία της ζωής είναι το θεμέλιο, χωρίς το οποίο ούτε η ελευθερία, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η αξιοπρέπεια του ανθρώπου μπορούν να σταθούν. Η άρνηση νοήματος της ζωής είναι η βασική προϋπόθεση για να στέλνετε τα παιδιά στα ναρκωτικά, στις συμμορίες, στη χωρίς τύψεις δολοφονία και την κατάργηση κάθε ηθικού ερείσματος.
Ένα τρίτο μεγάλο θέμα είναι το πως θα υπερασπίσουμε τόσο την κοινή ευρωπαϊκή μας κληρονομιά όσο και την ιδιοπροσωπία κάθε λαού στην Ενωμένη Ευρώπη. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν είναι κατάλληλο για την Ευρωπαϊκή Ένωση το μοντέλο των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με το οποίο «ο σωστός Αμερικάνος είναι αυτός που ξεχνάει τις ρίζες του και τη γλώσσα του». Θέλουμε την Ευρώπη Ενωμένη, αλλά και σώζουσα τις ιδιοπροσωπίες των λαών της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουμε να είναι μιά κοινότητα, όχι μια νέα οντότητα που προκύπτει από την απόρριψη των ριζών των λαών της. Θέλουμε μιαν Ευρώπη όπως αυτή έχει χτισθεί μέσα στην ιστορία: με τις γλώσσες, τις λογοτεχνίες, τις παραδόσεις των εθνών της. Αλλά το πως θα το επιτύχουμε αυτό, και μάλιστα χωρίς να κλειστούμε στους εθνικισμούς και απομονωτισμούς, θα πρέπει να είναι αντικείμενο του διαλόγου για τον οποίο μιλούμε.
Πως θα οργανωθεί ο διάλογος
Για να είναι ο διάλογος ευεργετικός και να αποδώσει έργο, θα πρέπει να γίνεται συχνά, όχι ευκαιριακά, και να είναι ανοιχτός στη δημοσιότητα. Θα πρέπει να συσταθεί στη λογική της κοινότητας και όχι της κλειστής λέσχης. Δεν θα ήθελα να έλθω σε λεπτομέρειες - τις οποίες άλλωστε δεν θα αποφασίσω εγώ.
Η Εκκλησία είναι δύναμις που ενώνει τους πιστούς: «Εικών μεν ουν εστι του Θεού, [...] η αγία Εκκλησία, ως την αυτήν τω Θεώ περί τους πιστούς ενεργούσα ένωσιν, καν διάφοροι τοις ιδιώμασι και εκ διαφόρων και τόπων και τρόπων» . Είναι λοιπόν δικό της έργο και καθήκον να αναλάβει την αποκατάσταση της κοινωνικότητας, για να ξανακάνουμε το σημερινό κυνήγι συμφερόντων ζωή μέσα σε κόσμο. Κλείνοντας, θέλω να σας βεβαιώσω ότι όλοι πρέπει να σκεφθούμε και να οργανώσουμε μια διερευνητική συζήτηση για την ορθή οργάνωση του διαλόγου, όταν είμαστε έτοιμοι προς τούτο. Και είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από σας θα ανταποκριθείτε θετικά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ρωμ. 1,11-12
2. Χριστοδούλου Δημητριάδος, Η διδασκαλία των τριών Ιεραρχών περί της προσαωπικότητος του διδασκάλου, Βόλος, 1978
3. Ιω. Χρυσ. PG 62,78
4. Ν. Ματσούκα, Εκκλησιολογία εξ επόψεως του τριαδικού δόγματος, ΕΕΘΣΠΘ, 1972, 116 σ.
5. Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG 91,668Β
|
«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα. Μέσα σ' αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»
|